αμάνικος

αμάνικος
(I)
-η, -ο [μανίκι]
(κυρίως για ρούχα) αυτός που δεν έχει μανίκια.
————————
(II)
-η, -ο [μανίκι]
αυτός (π. χ. μαχαίρι) που δεν έχει λαβή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”